τελεσσίμορος

τελεσσίμορος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει τον θάνατο («τελεσσίμορος ἠώς» — η ημέρα τού θανάτου, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -μορος (< μόρος*), πρβλ. ἀλεξί-μορος, με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελεσίμορος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίμορος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”