- τελεσσίμορος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει τον θάνατο («τελεσσίμορος ἠώς» — η ημέρα τού θανάτου, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -μορος (< μόρος*), πρβλ. ἀλεξί-μορος, με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Dictionary of Greek. 2013.